- ευθετίζω
- (ΑΜ εὐθετίζω) [εύθετος]τακτοποιώ, διευθετώ (α. «τῷ δ' αὖτ' ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», Ησίοδ.β. «πόδας εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», Ευστ.)νεοελλ.(για τα ιστία) στρέφω προς την κατεύθυνση τού ανέμουμσν.1. ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι για κάτι («εὐθετίζεται πρὸς πόλεμον»)2. λέγω την αλήθειααρχ.παθ. εὐθετίζομαιχρησιμοποιούμαι όπως πρέπει («ἵνα εὐθετισθῇ καὶ ἀποκατασταθῇ εἰς τὸ ἀρχαῑον σχῆμα», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.